-
1 ἐπι-χαίνω
См. также в других словарях:
επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον … Dictionary of Greek